ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΠΟΡΟΥΣ


Για το αν θα καταψηφίσουν ή όχι το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο σχετικά με το φυτικό αναπαραγωγικό υλικό που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αποφασίσουν οι ευρωβουλευτές στην ολομέλεια που ξεκινά την Δευτέρα 10 Μαρτίου στο Στρασβούργο.
Τα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου φοβούνται ότι ο εν λόγω κανονισμός θα δώσει στην Επιτροπή υπερβολικές εξουσίες και θα στερήσει από τις χώρες της ΕΕ τη δυνατότητα να προσαρμόσουν τους νέους κανόνες στις ανάγκες τους.

Η πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Γεωργίας του ΕΚ πιστεύει ότι το νομοσχέδιο δεν επιτυγχάνει τους βασικούς στόχους του, όπως είναι η απλούστευση και η καινοτομία. Κατηγορεί, επίσης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι δεν ελέγχει σωστά τον αντίκτυπο των προτεινόμενων κανόνων στις μικρές επιχειρήσεις.

Εάν το Ευρωκοινοβούλιο απορρίψει τον προτεινόμενο κανονισμό στο στάδιο αυτό, οι ευρωβουλευτές θα εγκρίνουν ένα ξεχωριστό, μη δεσμευτικό ψήφισμα που θα αιτιολογεί την απόφασή τους.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Το σχέδιο κανονισμού σχετικά με την παραγωγή και την εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού στην αγορά, που ονομάζεται επίσης και κανονισμός σπόρων, κατατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 6 Μαΐου 2013, ως μέρος του ευρύτερου πακέτου για την υγεία των φυτών και των ζώων. Οι ευρωβουλευτές κατέθεσαν 1.461τροπολογίες μέχρι σήμερα για την τροποποίηση του σχεδίου πρότασης ή την πλήρη απόρριψή του.

Την τροπολογία για την απόρριψη αυτής της πρότασης νομοθεσίας, η οποία και υπερψηφίστηκε, κατέθεσε ο ανεξάρτητος ευρωβουλευτής Κρίτων Αρσένης, με το σκεπτικό ότι θα υποχρέωνε τους έλληνες και ευρωπαίους αγρότες να αγοράζουν σπόρους μόνο από πολυεθνικές.

Σημειώνεται πως το ηχηρό «όχι» στον κερδοσκοπικό έλεγχο της τροφής από τις πολυεθνικές που είπε η Επιτροπή Γεωργίας – με κύρια αρμοδιότητα για τη συγκεκριμένη νομοθεσία – ακολούθησε την προηγούμενη ομόφωνη καταψήφιση της εν λόγω νομοθεσίας από την Επιτροπή Περιβάλλοντος στις 30 του προηγουμένου Ιανουαρίου.

Παράλληλα, οι Ευρωβουλευτές που υπερψήφισαν την τροπολογία, αντιτάχθηκαν στην επιβολή γραφειοκρατικών εμποδίων σε όσους αγρότες επιλέγουν να μην αγοράζουν σπόρους από το εμπόριο, ενώ υπερασπίστηκαν το δικαίωμα στην ελεύθερη πρόσβαση σε τροφή αλλά και τη διατροφική ασφάλεια.

Με αφορμή τη θετική αυτή εξέλιξη, ο Κρίτων Αρσένης είχε δηλώσει: «Καταφέραμε σήμερα να στείλουμε ένα ακόμη μήνυμα στις πολυεθνικές των σπόρων. Πλέον η πρωτόγνωρη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα πρόταση που υποχρέωνε τους έλληνες και όλους τους ευρωπαίους αγρότες να αγοράζουν σπόρους αποκλειστικά από τις πολυεθνικές έχει απορριφθεί και από τις δύο αρμόδιες Επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αν χάναμε θα ήταν πρακτικά αδύνατο για τους αγρότες να διατηρούν και να αναπαράγουν σπόρους όπως έκαναν από την εφεύρεση της γεωργίας έως σήμερα. Η επόμενη μάχη θα δοθεί στην Ολομέλεια. Όταν τον Δεκέμβριο κατέθεσα τις τροπολογίες απόρριψης δεν περίμενα ότι αυτές θα υπερψηφίζονταν από τους Ευρωβουλευτές και των δύο Επιτροπών. Οι πρώτες αυτές νίκες είναι το προϊόν εντατικής δουλειάς αλλά και μαζικής κινητοποίησης της κοινωνίας των πολιτών, που μέσω της αλληλογραφίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατέκλεισαν με το αίτημα της απόρριψης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η νίκη αυτή καταδεικνύει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιδρά θετικά στο δημοκρατικό έλεγχο και πως η ευκαιρία για κάθε πολίτη να επηρεάσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία, είναι καθημερινή και δεν εξαντλείται την ημέρα των ευρωεκλογών».

Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη συγκεκριμένη πρόταση έχει προτείνει τη μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την εμπορία των σπόρων. Όμως, όπως σημειώνεται στο σκεπτικό της απόρριψης, στόχος των πολυεθνικών είναι η επιβολή μονοπωλίου στην εμπορία των σπόρων στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά -η εμπορική αξία της οποίας υπολογίζεται στα 45 δισ. δολάρια και της ευρωπαϊκής στα 9 δισ. δολάρια ετησίως. Παράπλευρος στόχος, η απαλλαγή δια παντός από τους «ανταγωνιστές» της (αγρότες, βιολογικούς κτηνοτρόφους, παραγωγούς παραδοσιακών σπόρων – ελεύθερους από δικαιώματα ιδιοκτησίας).

Σήμερα, οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ελέγχουν το 58% της παγκόσμιας αγοράς, οι 10 μεγαλύτερες το 73% και τα ποσοστά αυτά αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ωστόσο οι πολυεθνικές ισχυρίζονται πως χάνουν το 40% των εν δυνάμει αγορών, λόγω «παράνομης αναπαραγωγής», αλλά και καλλιέργειας μη «καταχωρισμένων ποικιλιών σπόρων».


paseges.gr